Translate

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Γιατρέ...τα χάπια μου

Καιρό έχω να γράψω γιατί πονάει χέρι ξανθιάς και κάνει κάτι με βελόνες και περιμένει να δει προκοπή. Παίρνει και κάτι χάπια κι ελπίζει αλλά όλο φωνάζει πώς όταν μαζεύει το γκλίτερ όλη μέρα από όοοοολο το σπίτι, δε θα της περάσει ποτέ. Λίγο με νοιάζει δηλαδή, εγώ τη βόλτα την πάω κουτσά στραβά...Η αλήθεια είναι ότι η μικρή μόνο εμένα δεν έχει ψεκάσει ακόμα με τη χρυσόσκονη κι αυτό κατά λάθος!

Έπαθα μάγκες μια καζούρα, άνευ προηγουμένου που λέτε. Εκεί που καθόμουν στη μεγάλη τζαμαρία του καθιστικού μου και κοιτούσα το μπαλκόνι μου, τις γλάστρες που έχω να σκάψω και τα κακά που έχω αραδιάσει αριστερά, να σου και σκάει μύτη αεράτα μια χοντρή λευκή σιχαμένη γάτα. ΝΤΑΝ!!! ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ ΑΔΕΛΦΙΑ!!!!!!! Προς στιγμήν δε την κατάλαβα εντελώς γιατί δε μου είχε ξανατύχει, αλλά μόλις πήγε στο κοφτερό μου μυαλό η εντολή, άρχισε το πανηγύρι. Τέτοιο γαβγισμα δεν είχα ξανακάνει, αλλά πού να βάλει μυαλό; Ανέβηκε ήρεμα-ήρεμα και στο τραπέζι μου και με κοιτούσε που λύσσαγα μέσα απ το τζάμι!!! Η ξανθιά άφαντη, να τη φωνάζω κι αυτή τίποτα...σιγή ασυρμάτου. Κάποια στιγμή κατάλαβε και ήρθε να μου ανοίξει την πόρτα, εγώ όρμησα να διώξω τη μισητή γάτα, αυτή τσακίστηκε να φύγει από το πλάι και να βρει καταφύγιο στη διπλανή ταράτσα. Το τέρας! Έμαθα ότι πάει και στους γείτονες και κόντεψε να τους τρυπήσει τη σίτα για να μπει μέσα! Θρασύτατο τετράποδο, τόλμα να ξαναέρθεις και θα τα πούμε. Εγώ για καλό και για κακό, πηγαίνω προληπτικά στη γωνία διαφυγής της και γαβγίζω, για να ξέρει με ποιά έχει να κάνει δηλαδή...

Κι εκεί που βαριόμουν χθες το βράδυ, με πήγε η μαμαλένα βόλτα βιαστική να τα κάνω, δεν έκανα τίποτα, γύρισα και την έπεσα στο μαλακό κρεβάτι μου. Είναι το νέο μου έπιπλο που πολύ το γουστάρω! Μικρό, μαλακό και ζεστό, ότι πρέπει για χειμώνα...Κάθε τόσο έκανα και μια επιθεώρηση για αναζήτηση νέων στοιχείων και πράγματι, κάτι βρήκα. Ενα χαρτάκι γυαλιστερό, που κάνει ωραίο ήχο κι έχει και κάτι άσπρα μέσα, τα οποία βρήκα άνοστα, αλλά διαφορετικά. Δεν έσωσα να φάω τρίτο, έρχεται η ξανθιά αλαλλάζουσα και μου τ' αρπάζει, αρχίζει να τα μετράει, πανικός, μου λέει τι έκανες παιδάκι μου; έφαγες τα χάπια μου; Ωχ αμάν τι θα κάνουμε; να πάρω τον γιατρό (όχι μήηηηη), να λιποθυμήσω τώρα ή σε δύο λεπτά; ΧΑΜΟΣ!!!!! 
Πώς κάνεις έτσι μανδάμ για δύο χαπάκια; Εσύ γιατί τα παίρνεις για να σου περνάει το χέρι; Πήρα κι εγώ να δω προκοπή, με πονάει η πίσω δεξιά πατούσα. Έλεος μ' αυτούς εδώ μέσα. Ήρθε (τη μαύρη νύχτα...πού γυρνάμε;) κι ο σοβαρός, ανησύχησε κι αυτός και μετά ησυχάσαμε, πήγαμε για ύπνο, πέρναγε η γάτα στο μπαλκόνι, της γαβγιζα, δεν έφευγε, της ξαναγαβγιζα, με βρίζανε,  βγήκα μπαλκόνι και δεν έμπαινα, βγήκανε ξυπόλητοι να με πιάσουν, παγώσανε, βρίζανε, εγώ μετά συνέχεια ξερνούσα κι η ζωή τραβάει την ανηφόρα. Μωρέ τους έκανα τη νύχτα μέρα και το σπίτι...καινούριο. Το ξανασφουγγαρίσανε όλο νομίζω. Την έβγαλα όλο το πρωί στο κρεββάτι μου, νηστική, εμετική και πονεμένη. Η ξανθιά μαγείρευε γιατί θα χει επισκέψεις (γιαμ! κι άλλα νέα παπούτσια).

Το μεσημέρι πήγα βόλτα, έκανα κάτι ψιλά στην πλατεία, τα μάζεψε (σκύλο δεν θέλατε;) και παραλάβαμε τα μικρά απ το σχολείο. Τώρα πάω να πέσω πάλι να ξεκουραστώ. Δεν είναι ζωή αυτή...πολύ κουράζομαι...Τα χάπια μου δηλαδή!